βραδυτής

βραδυτής
βραδυτής, ῆτος: slowness, Il. 19.411†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραδυτής — slowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆσι — βραδυτής slowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆσιν — βραδυτής slowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτας — βραδυτής slowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτες — βραδυτής slowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτι — βραδυτής slowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτῆτος — βραδυτής slowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτήτων — βραδυτής slowness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …   Dictionary of Greek

  • мьдьлениѥ — МЬДЬЛЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Промедление, медлительность: и сущии въ кораблихъ. тѹжахѹ. медлени˫а ради цр(с)ва. ПрЛ XIII, 56г; вы же пакы дадите ми моему медленью прощенье. ˫ако не притеко(х) зово(м). не ѿ ва(с) но ѿ б҃а. лѣпле е(с) медленье. неже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”